- πρόκενσος
- ὁ, και πρόκενσον, τὸ, Μ(βυζ.)1. αυτοκρατορική μετακίνηση, έξοδος τού αυτοκράτορα από το παλάτι για να μεταβεί στον ναό2. προσωρινή έδρα, κατοικία τού αυτοκράτορα3. ο τόπος τής προσωρινής κατοικίας τού αυτοκράτορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. processus «μετάβαση, προώθηση»].
Dictionary of Greek. 2013.